ταριχηρός

ταριχηρός
και συντετμημένος τ. ταρχηρός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα
2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων
3. (για τρόφιμα) παστωμένος
4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταριχηρός
ο ταριχευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οξ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταριχηρός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρά — ταριχηρός of neut nom/voc/acc pl ταριχηρά̱ , ταριχηρός of fem nom/voc/acc dual ταριχηρά̱ , ταριχηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρῶν — ταριχηρός of fem gen pl ταριχηρός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρόν — ταριχηρός of masc acc sg ταριχηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηραῖς — ταριχηρός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηραί — ταριχηρός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηροῖς — ταριχηρός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηροί — ταριχηρός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηροῦ — ταριχηρός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχηρᾶς — ταριχηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”